- αγνορυτος
- ἁγνόρυτοςἁγνό-ρῠτος2чисто текущий, т.е. прозрачный или священный
(ποταμός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ποταμός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγνόρυτος — ἁγνόρυτος, ον (Α) (για νερά ποταμού) αυτός που ρέει καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + ῥυτός, ρηματικό επίθετο τού ῥέω το υ βραχύ γράφεται με ένα ρ (αντί ἁγνόρρυτος) για τις ανάγκες τού μέτρου] … Dictionary of Greek
ἁγνορύτων — ἁγνόρυτος pure flowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek